υποχρήστης

υποχρήστης
-ου, ὁ, Α
βοηθός χρησμοδότη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + χρήστης «αυτός που δίνει ή ερμηνεύει χρησμούς, μάντης»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υποχρηστεύω — Α [ὑποχρήστης] υπηρετώ ως ὑποχρήστης* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”